- ἀναδεξαμένης
- ἀναδέχομαιtake upaor part mid fem gen sg (attic epic ionic)ἀναδείκνυμιlift up and showaor part mid fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεκκρίνω — ΜΑ [ἐκκρίνω] συντελώ στη διά μέσου έκκρισης κάθαρση («ἀναδεξαμένης δὲ τῆς νόσου τὸ φάρμακον εἰς ἑαυτήν, ὥστε συνεκκριθῆναι», Πλούτ.) … Dictionary of Greek